γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… … Dictionary of Greek
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος … Dictionary of Greek
ινάτι — το βλ. γινάτι … Dictionary of Greek
ινατσής — ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. inatči (< inat «γινάτι, πείσμα»)] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
ινάτι — το βλ. γινάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίκα — η (λ. ιταλ.) 1. σύμβολο χαρτιού της τράπουλας, μπαστούνι. 2. πείσμα, θυμός, γινάτι: Τον έχω μια πίκα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)